ἡμερόφαντον

ἡμερόφαντον
ἡμερόφαντος
appearing by day
masc/fem acc sg
ἡμερόφαντος
appearing by day
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ημερόφαντος — ἡμερόφαντος, ον (Α) αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ὄναρ ἡμερόφαντον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φαντος (< φαίνω), πρβλ. ά φαντος, τηλέ φαντος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”